Αναγνώσματα (31 Μαΐου 2019)

Απόστολος: Πραξ., ιε’ 5-12

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐξανέστησάν τινες τῶν ἀπὸ τῆς αἱρέσεως τῶν Φαρισαίων πεπιστευκότες, λέγοντες ὅτι δεῖ περιτέμνειν αὐτοὺς παραγγέλλειν τε τηρεῖν τὸν νόμον Μωῡσέως. Συνήχθησαν δὲ οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἰδεῖν περὶ τοῦ λόγου τούτου. Πολλῆς δὲ συζητήσεως γενομένης ἀναστὰς Πέτρος εἶπε πρὸς αὐτούς· ἄνδρες, ἀδελφοί, ὑμεῖς ἐπίστασθε ὅτι ἀφ᾿ ἡμερῶν ἀρχαίων ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν ἐξελέξατο διὰ τοῦ στόματός μου ἀκοῦσαι τὰ ἔθνη τὸν λόγον τοῦ εὐαγγελίου καὶ πιστεῦσαι. Καὶ ὁ καρδιογνώστης Θεὸς ἐμαρτύρησεν αὐτοῖς δοὺς αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον καθὼς καὶ ἡμῖν, καὶ οὐδὲν διέκρινε μεταξὺ ἡμῶν τε καὶ αὐτῶν τῇ πίστει καθαρίσας τὰς καρδίας αὐτῶν. Νῦν οὖν τί πειράζετε τὸν Θεόν, ἐπιθεῖναι ζυγὸν ἐπὶ τὸν τράχηλον τῶν μαθητῶν, ὃν οὔτε οἱ πατέρες ἡμῶν οὔτε ἡμεῖς ἰσχύσαμεν βαστάσαι; ἀλλὰ διὰ τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ πιστεύομεν σωθῆναι καθ᾿ ὃν τρόπον κἀκεῖνοι. ᾿Εσίγησε δὲ πᾶν τὸ πλῆθος καὶ ἤκουον Βαρνάβα καὶ Παύλου ἐξηγουμένων ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τοῖς ἔθνεσι δι᾿ αὐτῶν.

Νεοελληνική απόδοση:

Κατ΄εκείνες τις ημέρες, 5 ξεσηκώθηκαν μερικοί από την αίρεσιν των Φαρισαίων, οι οποίοι είχαν πιστέψει, και έλεγαν, «Πρέπει να τους περιτέμνουν και να τους παραγγέλουν να τηρούν τον νόμον του Μωϋσέως». 6 Τότε εμαζεύθηκαν οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι διά να εξετάσουν το ζήτημα αυτό. 7 Αφού δε έγινε πολλή συζήτησις, εσηκώθηκε ο Πέτρος και τους είπε, «Άνδρες αδελφοί, γνωρίζετε ότι ο Θεός, από τας πρώτας ημέρας, εδιάλεξε μεταξύ μας εμέ, διά να ακούσουν οι εθνικοί από το στόμα μου τον λόγον του ευαγγελίου και να πιστέψουν. 8 Και ο καρδιογνώστης Θεός έδωκε μαρτυρίαν υπέρ αυτών διότι τους έδωκε Πνεύμα Άγιον όπως και σ’ εμάς 9 και δεν έκανε καμμίαν διάκρισιν μεταξύ ημών και αυτών, διότι διά της πίστεως εκαθάρισε τις καρδιές τους. 10 Τώρα λοιπόν, γιατί πειράζετε τον Θεόν βάζοντες ζυγόν εις τον τράχηλον των μαθητών, τον οποίον ούτε οι πατέρες μας ούτε εμείς μπορέσαμε να βαστάξωμε; 11 Όχι· πιστεύομεν ότι διά της χάριτος του Κυρίου Ιησού θα σωθούμε όπως και εκείνοι». 12 Τότε όλο το πλήθος εσιώπησε και άκουαν τον Βαρνάβαν και τον Παύλον να διηγούνται όσα θαύματα και τέρατα έκανε ο Θεός εις τα έθνη δι’ αυτών.

__________________

Ιερόν Ευαγγέλιο: Ιω. ι΄17-28

Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς ἐληλυθότας πρὸς αὐτὸν Ἰουδαίους·διὰ τοῦτό ὁ πατὴρ με ἀγαπᾷ, ὅτι ἐγὼ τίθημι τὴν ψυχήν μου, ἵνα πάλιν λάβω αὐτήν. 18οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ’ ἐμοῦ, ἀλλ’ ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ’ ἐμαυτοῦ· ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν· ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔλαβον παρὰ τοῦ πατρός μου. 19Σχίσμα οὖν πάλιν ἐγένετο ἐν τοῖς Ἰουδαίοις διὰ τοὺς λόγους τούτους. 20ἔλεγον δὲ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν· Δαιμόνιον ἔχει καὶ μαίνεται· τί αὐτοῦ ἀκούετε; 21ἄλλοι ἔλεγον· Ταῦτα τὰ ῥήματα οὐκ ἔστι δαιμονιζομένου· μὴ δαιμόνιον δύναται τυφλῶν ὀφθαλμοὺς ἀνοῖγειν; 22Ἐγένετο δὲ τὰ ἐγκαίνια ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις, καὶ χειμὼν ἦν· 23καὶ περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ ἐν τῇ στοᾷ τοῦ Σολομῶντος. 24ἐκύκλωσαν οὖν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἔλεγον αὐτῷ· Ἕως πότε τὴν ψυχὴν ἡμῶν αἴρεις; εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, εἰπὲ ἡμῖν παρρησίᾳ. 25ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Εἶπον ὑμῖν, καὶ οὐ πιστεύετε· τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου, ταῦτα μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ· 26ἀλλ’ ὑμεῖς οὐ πιστεύετε· οὐ γάρ ἐστε ἐκ τῶν προβάτων τῶν ἐμῶν, καθὼς εἶπον ὑμῖν. 27τὰ πρόβατα τὰ ἐμὰ τῆς φωνῆς μου ἀκούει, κἀγὼ γινώσκω αὐτά, καὶ ἀκολουθοῦσί μοι, 28κἀγὼ ζωὴν αἰώνιον δίδωμι αὐτοῖς. 

Νεοελληνική απόδοση:

Είπεν ο Κύριος προς τους Ιουδαίους που τον πλησίασαν, 17 Διά τούτο ο Πατέρας με αγαπά, διότι θυσιάζω την ζωήν μου, διά να την πάρω πάλιν. 18 Κανείς δεν μου την αφαιρεί, αλλά εγώ οικειοθελώς την θυσιάζω· έχω εξουσίαν να την θυσιάσω και έχω εξουσίαν πάλιν να την πάρω. Αυτήν την εντολήν έλαβα από τον Πατέρα μου». 19 Έγινε τότε πάλι διχασμός μεταξύ των Ιουδαίων εξ αφορμής των λόγων αυτών. 20 Πολλοί από αυτούς έλεγαν, «Έχει δαινόνιον και είναι έξω φρενών, τι τον ακούτε;». 21 Άλλοι έλεγαν, «Αυτά δεν είναι λόγια δαιμονισμένου. Μήπως μπορεί δαιμόνιον να ανοίξη τα μάτια τυφλών;». 22 Εωρτάζετο τότε η εορτή των εγκαινίων εις τα Ιεροσόλυμα, και ήτο χειμώνας· 23 και ο Ιησούς περπατούσε εις τον ναόν, εις την στοάν του Σολομώντος. 24 Τότε τον εκύκλωσαν οι Ιουδαίοι και του έλεγαν, «Έως πότε θα μας κρατάς σε αμφιβολίαν; Εάν εσύ είσαι ο Χριστός, να μας το πης δημοσία». 25 Ο Ιησούς τους απεκρίθη, «Σας το είπα αλλά δεν πιστεύετε. Τα έργα, τα οποία εγώ κάνω εις το όνομα του Πατέρα μου, αυτά μαρτυρούν δι’ εμέ. 26 Αλλά σείς δεν πιστεύετε, διότι, όπως σας είπα, δεν είσθε από τα δικά μου πρόβατα. 27 Τα δικά μου πρόβατα ακούνε την φωνήν μου και εγώ τα ξέρω και με ακολουθούν· 28 Τους δίνω ζωήν αιώνιον και δεν θα χαθούν ποτέ· κανείς δεν θα τα αρπάξη από το χέρι μου.