Αναγνώσματα (29 Νοεμβρίου 2021)

Απόστολος: Α’ Θεσ. β’ 20, γ’ 8

Ἀδελφοί, ὑμεῖς ἐστε ἡ δόξα ἡμῶν καὶ ἡ χαρά. Διὸ μηκέτι στέγοντες εὐδοκήσαμεν καταλειφθῆναι ἐν ᾿Αθήναις μόνοι, καὶ ἐπέμψαμεν Τιμόθεον, τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν καὶ διάκονον τοῦ Θεοῦ καὶ συνεργὸν ἡμῶν ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ στηρίξαι ὑμᾶς καὶ παρακαλέσαι ὑμᾶς περὶ τῆς πίστεως ὑμῶν, τὸ μηδένα σαίνεσθαι ἐν ταῖς θλίψεσι ταύταις. Αὐτοὶ γὰρ οἴδατε ὅτι εἰς τοῦτο κείμεθα· καὶ γὰρ ὅτε πρὸς ὑμᾶς ἦμεν, προελέγομεν ὑμῖν ὅτι μέλλομεν θλίβεσθαι, καθὼς καὶ ἐγένετο καὶ οἴδατε. Διὰ τοῦτο κἀγὼ μηκέτι στέγων ἔπεμψα εἰς τὸ γνῶναι τὴν πίστιν ὑμῶν, μή πως ἐπείρασεν ὑμᾶς ὁ πειράζων καὶ εἰς κενὸν γένηται ὁ κόπος ἡμῶν. ῎Αρτι δὲ ἐλθόντος Τιμοθέου πρὸς ἡμᾶς ἀφ᾿ ὑμῶν καὶ εὐαγγελισαμένου ἡμῖν τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀγάπην ὑμῶν, καὶ ὅτι ἔχετε μνείαν ἡμῶν ἀγαθήν, πάντοτε ἐπιποθοῦντες ἡμᾶς ἰδεῖν καθάπερ καὶ ἡμεῖς ὑμᾶς, διὰ τοῦτο παρεκλήθημεν, ἀδελφοί, ἐφ᾿ ὑμῖν ἐπὶ πάσῃ τῇ θλίψει καὶ ἀνάγκῃ ἡμῶν διὰ τῆς ὑμῶν πίστεως· ὅτι νῦν ζῶμεν, ἐὰν ὑμεῖς στήκητε ἐν Κυρίῳ.

Νεοελληνική απόδοση:

Ἀδελφοί, 20 σεῖς πράγματι εἶσθε ἡ δόξα μας καὶ ἡ χαρά μας. Επειδὴ τόσον πολὺ σᾶς ἔχομεν ἀγαπήσει καὶ σᾶς ἐπεθυμήσαμεν, δὲν ὑπεφέραμεν πλέον νὰ μένωμεν χωρισμένοι ἀπὸ σᾶς καὶ δι’ αὐτὸ ἐπροτιμήσαμεν μὲ ὅλην μας τὴν καρδιὰ νὰ μείνωμεν μόνοι εἰς τὰς Ἀθήνας. 2 Καὶ ἐστείλαμεν εἰς σᾶς τὸν Τιμόθεον τὸν ἀδελφόν μας καὶ διάκονον τοῦ Θεοῦ καὶ συνεργάτην μας εἰς τὸ ἔργον τοῦ Εὐαγγελίου, διὰ νὰ σᾶς στηρίξη, νὰ σᾶς παρηγορήσῃ καὶ ἐνισχύσῃ εἰς τὴν πίστιν σας, 3 ὥστε κανεὶς νὰ μὴ κλονίζεται καὶ νὰ μὴ ταράσσεται εἰς τὰς θλίψεις αὐτάς. Διότι καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι γνωρίζετε ὅτι δι’ αὐτὸ ὑπάρχομεν καὶ ἔχομεν ταχθῆ (διὰ νὰ ὑποφέρωμεν δηλαδὴ μὲ ὑπομονὴν καὶ πίστιν τὰς θλίψεις καὶ νὰ προοδεύωμεν ἔτσι εἰς τὴν κατὰ Χριστὸν ζωήν). 4 Αὐτὸ δὲ τὸ γνωρίζετε, διότι, ὅταν ἤμεθα μαζῆ σας, σᾶς ἐπρολέγαμεν, ὅτι μέλλομεν νὰ ὑποστῶμεν θλίψεις, ὅπως καὶ πράγματι ἔγινε καὶ σεῖς τὸ γνωρίζετε. 5 Ἐξ αἰτίας τῶν θλίψεών σας ἀκριβῶς αὐτῶν ἐγὼ δὲν ἠμποροῦσα πλέον νὰ μένω ἥσυχος καὶ ἔστειλα τὸν Τιμόθεον, διὰ νὰ μάθω μέσῳ αὐτοῦ περὶ τῆς πίστεώς σας καὶ νὰ κατατοπισθῶ, μήπως σᾶς ἐδημιούργησε πειρασμοὺς ἰσχυροὺς καὶ σᾶς ἐκλόνισεν ὁ πονηρός, ὁ ὁποῖος ὡς ἔργον του ἔχει νὰ πειράζῃ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μήπως ἔτσι ὁ κόπος μας ἀποδειχθῇ μάταιος καὶ ἀνωφελής. 6 Τώρα δέ, ὅταν ἦλθεν ὁ Τιμόθεος καὶ μοῦ ἔφερεν ἀπὸ σᾶς χαρμοσύνους πληροφορίας διὰ τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀγάπην σας καὶ μᾶς ἐβεβαίωσεν ὅτι διατηρεῖτε σταθερὰ καλὴν τὴν ἀνάμνησίν μας, ποθοῦντες πολὺ πάντοτε νὰ μᾶς ἰδῆτε, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡμεῖς ποθοῦμεν νὰ σᾶς ἴδωμεν, 7 διὰ τοῦτο, (διὰ τὰς καλὰς δηλαδὴ πληροφορίας, ποὺ εἴχαμεν σχετικῶς μὲ τὴν σταθερὰν καὶ ζωντανὴν πίστιν σας) ἐπαρηγορήθημεν καὶ ἡμεῖς, ἐξ αἰτίας σας, εἰς ὅλην τὴν θλῖψις καὶ τὴν ταλαιπωρίαν μας. 8 Διότι, ὅπως καὶ προηγουμένως ἔτσι καὶ τώρα, ζῶμεν, ἐὰν σεῖς στέκεσθε σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι ἐν Κυρίῳ.

Ιερό Ευαγγέλιο: Λουκ. ιθ’ 37-44

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐγγίζοντος τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τῇ καταβάσει τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν ἤρξαντο ἅπαν τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν χαίροντες αἰνεῖν τὸν Θεὸν φωνῇ μεγάλῃ περὶ πασῶν ὧν εἶδον δυνάμεων 38λέγοντες· Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος βασιλεὺς ἐν ὀνόματι Κυρίου· εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις. 39καί τινες τῶν Φαρισαίων ἀπὸ τοῦ ὄχλου εἶπον πρὸς αὐτόν· Διδάσκαλε, ἐπιτίμησον τοῖς μαθηταῖς σου. 40καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται. 41καὶ ὡς ἤγγισεν, ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ’ αὐτῇ, λέγων 42ὅτι Εἰ ἔγνως καὶ σὺ καὶ γε ἐν τῇ ἡμέρᾳ σου ταύτῃ, τὰ πρὸς εἰρήνην σου! νῦν δὲ ἐκρύβη ἀπὸ ὀφθαλμῶν σου· 43ὅτι ἥξουσιν ἡμέραι ἐπὶ σὲ καὶ περιβαλοῦσιν οἱ ἐχθροί σου χάρακά σοι καὶ περικυκλώσουσί σε καὶ συνέξουσί σε πάντοθεν, 44καὶ ἐδαφιοῦσί σε καὶ τὰ τέκνα σου ἐν σοί, καὶ οὐκ ἀφήσουσιν ἐν σοί λίθον ἐπὶ λίθῳ, ἀνθ’ ὧν οὐκ ἔγνως τὸν καιρὸν τῆς ἐπισκοπῆς σου.

Νεοελληνική απόδοση:

Κατ’ ἐκείνον τόν καιρό, 37 όταν ἐπλησίαζε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ τέρμα τοῦ κατηφορικοῦ δρόμου τοῦ ὅρους τῶν Ἐλαιῶν, ὅλον τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν μὲ χαρὰν ἤρχισαν νὰ δοξολογοῦν τὸν Θεὸν μὲ φωνὴν μεγάλην δι’ ὅλα τὰ καταπληκτικὰ θαύματα, ποὺ εἶχαν ἰδεῖ, 38 λέγοντες· «εὐλογημένος ὁ βασιλεύς, ποὺ ἔρχεται ἐν ὀνόματι Κυρίου. Δι’ αὐτοῦ θὰ ἀποκατασταθῇ ἡ εἰρήνη μεταξὺ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ θὰ ἀναπέμπεται δόξα εἰς τὸν ἐν ὑψίστοις πανάγαθον Θεόν». 39 Καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους, ποὺ ἦσαν ἀναμεμιγμένοι μὲ τὸν ὄχλον, ἐβγῆκαν καὶ εἶπαν εἰς αὐτόν· «Διδάσκαλε, νὰ ἐπιπλήξῃς τοὺς μαθητάς σου, διὰ τὴν δόξαν, ποὺ σοῦ ἀποδίδουν καὶ ἡ ὁποία ἀνήκει μόνον εἰς τὸν Μεσσίαν». 40 Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε· «σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι ἐὰν αὐτοὶ σιωπήσουν, οἱ πέτρες θὰ φωνάξουν». 41 Καὶ καθὼς ἐπλησίασε πρὸς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εἶδε τὴν πόλιν, ἀνελύθη εἰς δάκρυα καὶ λυγμοὺς δι’ αὐτήν, λέγων 42 ὅτι «ἐὰν ἐγνώριζες καὶ σύ, ἔστω καὶ κατὰ τὴν τελευταίαν αὐτὴν ἡμέραν, ποὺ σοῦ δίδει ὡς μεγάλην εὐκαιρίαν μετανοίας ὁ Θεός, ἐὰν ἐγνώριζες καὶ ἐδέχεσο ὅτι ἐγὼ θὰ σοῦ παρεῖχα τὴν εἰρήνην καὶ τὴν ἀσφάλειαν, θὰ ἐσώζεσο ἀπὸ τὴν τρομερὰν καταστροφήν ποὺ σὲ περιμένει. Τώρα ὅμως, ἐξ αἰτίας τῆς ἀμετανοήτου κακίας σου, τὰ μάτια σου εἶναι σκοτισμένα καὶ δὲν ἠμποροῦν νὰ ἴδουν τὸν ὄλεθρον, ποὺ ἔρχεται. 43 Διότι θὰ ἔλθουν φοβεραὶ διὰ σὲ ἡμέραι καὶ οἱ ἐχθροί σου θὰ σκάψουν γύρω σου χαρακώματα καὶ θὰ σὲ περικυκλώσουν καὶ θὰ σὲ συνθλίβουν ἀπὸ παντοῦ. 44 Καὶ θὰ κατακρημνίσουν τὰ οἰκοδομήματά σου καὶ θὰ πετάξουν, σφαγμένα κάτω εἰς τὸ ἔδαφος τὰ παιδιά σου, καὶ δὲν θὰ ἀφήσουν πέτραν ἐπάνω εἰς τὴν πέτραν· καὶ τοῦτο εἰς τιμωρίαν σου, διότι δὲν ἠθέλησες νὰ γνωρίσῃς καὶ νὰ δεχθῇς τὸν καιρόν, κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς σὲ ἐπεσκέφθηκε διὰ νὰ σὲ σώσῃ».