Αναγνώσματα (27 Δεκεμβρίου 2018)

Απόστολος: Πραξ. στ΄8-15, ζ’ 1-5, 47-60

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, Στέφανος πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ. Ἀνέστησαν δέ τινες τῶν ἐκ τῆς συναγωγῆς τῆς λεγομένης Λιβερτίνων καὶ Κυρηναίων καὶ Ἀλεξανδρέων καὶ τῶν ἀπὸ Κιλικίας καὶ Ἀσίας συζητοῦντες τῷ Στεφάνῳ, καὶ οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ Πνεύματι ᾧ ἐλάλει. Τότε ὑπέβαλον ἄνδρας λέγοντας ὅτι· Ἀκηκόαμεν αὐτοῦ λαλοῦντος ῥήματα βλάσφημα εἰς Μωϋσῆν καὶ τὸν Θεόν· συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς γραμματεῖς, καὶ ἐπιστάντες συνήρπασαν αὐτὸν καὶ ἤγαγον εἰς τὸ συνέδριον, ἔστησάν τε μάρτυρας ψευδεῖς λέγοντας· Ὁ ἄνθρωπος οὗτος οὐ παύεται ῥήματα βλασφημα λαλῶν κατὰ τοῦ τόπου τοῦ ἁγίου τούτου καὶ τοῦ νόμου· ἀκηκόαμεν γὰρ αὐτοῦ λέγοντος ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος οὗτος καταλύσει τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἀλλάξει τὰ ἔθη ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωϋσῆς. Καὶ ἀτενίσαντες εἰς αὐτὸν ἅπαντες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου. Εἶπε δὲ ὁ ἀρχιερεύς· εἰ ἄρα ταῦτα οὕτως ἔχει; Ὁ δὲ ἔφη· Ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκούσατε. ὁ Θεὸς τῆς δόξης ὤφθη τῷ πατρὶ ἡμῶν ᾿Αβραὰμ ὄντι ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ, πρὶν ἢ κατοικῆσαι αὐτὸν ἐν Χαρράν, καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου, καὶ δεῦρο εἰς γῆν ἣν ἄν σοι δείξω. Τότε ἐξελθὼν ἐκ γῆς Χαλδαίων κατῴκησεν ἐν Χαρράν. Κἀκεῖθεν μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν πατέρα αὐτοῦ μετῴκισεν αὐτὸν εἰς τὴν γῆν ταύτην εἰς ἣν ὑμεῖς νῦν κατοικεῖτε· καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα ποδός. Σολομὼν δὲ ᾠκοδόμησεν αὐτῷ οἶκον. Ἀλλ᾿ οὐχ ὁ ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, καθὼς ὁ Προφήτης λέγει· ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι, λέγει Κύριος, ἢ τίς τόπος τῆς καταπαύσεώς μου; Οὐχὶ ἡ χείρ μου ἐποίησε ταῦτα πάντα; Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ ῾Αγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς. Τίνα τῶν προφητῶν οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν; καὶ ἀπέκτειναν τοὺς προκαταγγείλαντας περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου, οὗ νῦν ὑμεῖς προδόται καὶ φονεῖς γεγένησθε· οἵτινες ἐλάβετε τὸν νόμον εἰς διαταγὰς ἀγγέλων, καὶ οὐκ ἐφυλάξατε. ᾿Ακούοντες δὲ ταῦτα διεπρίοντο ταῖς καρδίαις αὐτῶν καὶ ἔβρυχον ἐπ᾿ αὐτόν τοὺς ὀδόντας. Ὑπάρχων δὲ πλήρης Πνεύματος ῾Αγίου, ἀτενίσας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶδε δόξαν Θεοῦ καὶ ᾿Ιησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶπεν· ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεῳγμένους καὶ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ ἑστῶτα. Κράξαντες δὲ φωνῇ μεγάλῃ συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν καὶ ὥρμησαν ὁμοθυμαδὸν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ ἐκβαλόντες ἔξω τῆς πόλεως ἐλιθοβόλουν. Καὶ οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τὰ ἱμάτια αὐτῶν παρὰ τοὺς πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου, καὶ ἐλιθοβόλουν τὸν Στέφανον, ἐπικαλούμενον καὶ λέγοντα· Κύριε ᾿Ιησοῦ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου. Θεὶς δὲ τὰ γόνατα ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ· Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐκοιμήθη. 

Νεοελληνική απόδοση:

Κατ΄εκείνες τις ημέρες, 8 ο Στέφανος, γεμάτος πίστιν και δύναμιν, έκανε τέρατα και θαύματα μεγάλα μεταξύ του λαού. 9 Μερικοί από την συναγωγήν, που ελέγετο των Λιβερτίνων και των Κυρηναίων και των Αλεξανδρέων και από τους καταγομένους από την Κιλικίαν και Ασίαν, εσηκώθηκαν και συζητούσαν με τον Στέφανον, 10 αλλά δεν μπορούσαν να αντισταθούν εις την σοφίαν και εις το Πνεύμα με το οποίον εμιλούσε. 11 Τότε έβαλαν κρυφά ανθρώπους να πούν, «Τον ακούσαμε να λέγη λόγια βλάσφημα κατά του Μωϋσέως και κατά του Θεού». 12 Και ξεσήκωσαν τον λαόν και τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς, ώρμησαν επάνω του και τον άρπαξαν βιαίως και τον έφεραν εις το συνέδριον. 13 Παρουσίασαν και ψευδομάρτυρας, οι οποίοι έλεγαν, «Ο άνθρωπος αυτός δεν παύει να λέγη λόγια βλάσφημα κατά του αγίου αυτού τόπου και κατά του νόμου. 14 Διότι τον έχομεν ακούσει να λέγη ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος θα καταστρέψη τον τόπον αυτόν και θα αλλάξη τα έθιμα που μας παρέδωκε ο Μωϋσής». 15 Και όλοι που εκάθοντο εις το συνέδριον προσήλωσαν εις αυτόν τα βλέμματα και είδαν το πρόσωπόν του να είναι σαν πρόσωπο αγγέλου. 1 Είπε τότε ο αρχιερεύς, «Έτσι έχουν τα πράγματα;». 2 Ο Στέφανος είπε, «Άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούσατε. Ο ένδοξος Θεός εφανερώθηκε εις τον πατέρα μας Αβραάμ, όταν ήτο εις την Μεσοποταμίαν πρις κατοικήση εις την Χαρράν, και του είπε, 3 Φύγε από την χώραν σου και από τους συγγενείς σου και έλα εις την χώραν που θα σου δείξω. 4 Τότε έφυγε από την χώραν των Χαλδαίων και κατώκησε εις την Χαρράν. Από εκεί μετά τον θάνατον του πατέρα του, ο Θεός τον έφερε να κατοικήση εις την χώραν αυτήν, εις την οποίαν σείς τώρα κατοικείτε. 5 Δεν του έδωκε όμως κληρονομίαν εις αυτήν ούτε ένα βήμα, αλλά υποσχέθηκε να την δώση ως ιδιοκτησίαν εις αυτόν και τους απογόνους του ύστερα από αυτόν, αν και δεν είχε παιδί. 47 Αλλ’ ο Σολομών ήτο εκείνος που του οικοδόμησε οίκον. 48 Ο Ύψιστος όμως δεν κατοικεί εις χειροποιήτους ναούς, 49 καθώς ο προφήτης λέγει: Ο ουρανός είναι ο θρόνος μου, η δε γη υποπόδιον των ποδιών μου. Τι είδους οίκον θα μου οικοδομήσετε, λέγει ο Κύριος, η ποιος είναι ο τόπος της αναπαύσεώς μου; 50 Το χέρι μου δεν τα εδημιούργησε όλα αυτά. 51 Σκληροτράχηλοι, με απερίτμητη καρδιά και αυτιά, σείς πάντοτε αντιτίθεστε προς το Πνεύμα το Άγιον, όπως οι πρόγονοί σας έτσι και σείς. 52 Ποιόν από τους προφήτας δεν κατεδίωξαν οι πρόγονοί σας; Εσκότωσαν εκείνους που επροφήτευσαν τον ερχομόν του Δικαίου, και τώρα εγίνατε σείς προδόται του και φονηάδες του· 53 σείς που επήρατε τον νόμον εις εντολάς, που εδόθησαν δι’ αγγέλων, και όμως δεν το εφυλάξατε. 54 Ενώ άκουαν αυτά, ωργίσθησαν και έτριζαν τα δόντια τους εναντίον του. 55 Αλλ’ ο Στέφανος γεμάτος Πνεύμα Άγιον προσήλωσε το βλέμμα του εις τον ουρανόν και είδε την δόξαν του Θεού και τον Ιησούν να στέκεται εις τα δεξιά του Θεού, 56 και είπε, «Βλέπω τους ουρανούς ανοικτούς και τον Υιόν του ανθρώπου να στέκεται εις τα δεξιά του Θεού». 57 Αυτοί εφώναξαν με δυνατήν φωνήν, εβούλωσαν τα αυτιά τους και ώρμησαν όλοι μαζί επάνω του, 58 και αφού τον έβγαλαν έξω από την πόλιν, τον ελιθοβολούσαν. Οι μάρτυρες έβαζαν τα ενδύματά τους κοντά στα πόδια κάποιου νέου, που ωνομάζετο Σαύλος 59 και λιθοβολούσαν τον Στέφανον, ο οποίος επεκαλείτο και έλεγε, «Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου». 60 Αφού δε εγονάτισε εφώναξε με φωνήν δυνατήν, «Κύριε, μη λογαριάσης εις αυτούς την αμαρτίαν αυτήν».

__________

Ιερό Ευαγγέλιο: Ματθ. κα’ 33-42

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπος τις ἦν οἰκοδεσπότης, ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καὶ φραγμὸν αὐτῷ περιέθηκε καὶ ὤρυξεν ἐν αὐτῷ ληνὸν καὶ ᾠκοδόμησεν πύργον, καὶ ἐξέδοτο αὐτὸν γεωργοῖς, καὶ ἀπεδήμησεν. 34ὅτε δὲ ἤγγισεν ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν, ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωργοὺς λαβεῖν τοὺς καρποὺς αὐτοῦ. 35καὶ λαβόντες οἱ γεωργοὶ τοὺς δούλους αὐτοῦ ὃν μὲν ἔδειραν, ὃν δὲ ἀπέκτειναν, ὃν δὲ ἐλιθοβόλησαν. 36πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους πλείονας τῶν πρώτων, καὶ ἐποίησαν αὐτοῖς ὡσαύτως. 37ὕστερον δὲ ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς τὸν υἱὸν αὐτοῦ λέγων· ἐντραπήσονται τὸν υἱόν μου. 38οἱ δὲ γεωργοὶ ἰδόντες τὸν υἱὸν εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτὸν καὶ κατάσχωμεν τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ. 39καὶ λαβόντες αὐτὸν ἐξέβαλον ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος καὶ ἀπέκτειναν. 40ὅταν οὖν ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς ἐκείνοις; 41λέγουσιν αὐτῷ· Κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς, καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς, οἵτινες ἀποδώσουσιν αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν. 42λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Οὐδέποτε ἀνέγνωτε ἐν ταῖς γραφαῖς, λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας· παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν; 

Νεοελληνική απόδοση:

33 Είπε ο Κύριος την εξής παραβολή: Υπήρχε κάποτε ένας οικοδεσπότης, ο οποίος εφύτεψε ένα αμπέλι, έβαλε γύρω του ένα φράχτη, έσκαψε εις αυτό ένα πατητήρι και έκτισε ένα πύργο. Ύστερα το ενοίκιασε εις γεωργούς και έφυγε εις ξένην χώραν. 34 Όταν δε επλησίασε ο καιρός των καρπών, έστειλε τους δούλους του προς τους γεωργούς διά να πάρουν τους καρπούς του. 35 Αλλά οι γεωργοί, αφού συνέλαβαν τους δούλους του, έναν έδειραν, άλλον εσκότωσαν, άλλον ελιθοβόλησαν. 36 Πάλιν έστειλε άλλους δούλους περισσότερους από τους πρώτους και έκαναν εις αυτούς τα ίδια. 37 Τελευταίον έστειλε προς αυτούς τον υιό του και είπε, «Θα εντραπούν τον υιόν μου». 38 Οι γεωργοί όμως, όταν είδαν τον υιόν, είπαν αναμεταξύ τους, «Αυτός είναι ο κληρονόμος. Εμπρός ας τον σκοτώσωμεν και ας πάρωμεν την κληρονομίαν του», 39 και αφού τον συνέλαβαν, τον ωδήγησαν έξω από το αμπέλι και τον εσκότωσαν». 40 Όταν λοιπόν έλθη ο ιδιοκτήτης του αμπελιού, τι θα κάνη στους γεωργούς εκείνους;». 41 Λέγουν εις αυτόν, «Θα τους εξολοθρεύση με τον χειρότερον τρόπον και το αμπέλι θα το παραδώση εις άλλους γεωργούς, οι οποίοι θα του παραδώσουν τους καρπούς εις τον καιρόν τους». 42 Λέγει εις αυτούς ο Ιησούς, «Ποτέ δεν εδιαβάσατε εις τας γραφάς, ότι, «Ο λίθος που απέρριψαν οι οικοδόμοι, έγινε ακρογωνιαίος λίθος· από τον Κύριον έγινε αυτό, και φαίνεται θαυμαστόν εις τα μάτια μας;».